- τριτίρενες
- τρῐτίρενες [pron. full] [ῑρ], οἱ, name applied toA
ἔφηβοι
serving their third year,IG
5(1).1386 (Thuria, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔφηβοι
serving their third year,IG
5(1).1386 (Thuria, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτίρενες — οἱ, Α οι (ε)ἴρενες τού τρίτου έτους, εκείνοι που είχαν θητεία τριών ετών στις τάξεις τών νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + εἰρήν / ἰρήν, ενος «νεαρός Σπαρτιάτης»] … Dictionary of Greek